ρημαδιακός, -ή

ρημαδιακός, -ή
ερειπωμένος· το ουδ. ως ουσ., ρημαδιακό, το ρημάδι, ερείπιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ρημαδιακός — ή, ό, θηλ. και ιά, Ν 1. ερειπωμένος, εγκαταλελειμμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το ρημαδιακό το ρημάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρημάδι + κατάλ. ακός (πρβλ. σημαδι ακός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”